Αφηγήσεις πέρα από την τρανσκανονικότητα

     Παρακάτω σας δίνεται το κείμενο του Μικέλ Μισέ πάνω στο οποίο θα βασιστεί η εκδήλωσή μας «Αφηγήσεις πέρα από την τρανσκανονικότητα» την Κυριακή στις 20:00. Πριν την εκδήλωση θα προβληθεί το ντοκυμαντέρ «Test de la vida real» που πραγματεύεται επίσης το τρανς ζήτημα. Όσες θέλουν μπορούν να το διαβάσουν για να προετοιμαστούν για την εκδήλωση. Στην εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί εργαστήρι word café όπου τα άτομα θα χωριστούν σε ομάδες και θα συζητήσουν πάνω σε προβληματισμούς στα τρανς θέματα. Το κειμένο θα μοιραστεί και την ώρα τις εκδήλωσης σε κάθε ομάδα. Δε θα υπάρχει όμως χρόνος να διαβαστεί ολόκληρο. Επίσης, σας παραθέτουμε και το ντοκυμαντέρ το οποίο υπάρχει στο YouTube (μόνο με αγγλικούς υπότιτλους) για όσους δε μπορούν να έρθουν στην προβολή του. Για τη συμμετοχή στην εκδήλωση δεν είναι απαραίτητη προετοιμασία, αλλά είναι σημαντική.

Δείτε την ταινία «Test de la vida real»

Κατεβάστε το κείμενο σε pdf.

ΤΡΑΝΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ
του Μικέλ Μισέ
σελίδες 52-69 του βιβλίου Transexualidades. Otras miradas posibles
[Τρανσεξουαλικότητες. Άλλα πιθανά βλέμματα] του Μικέλ Μισέ
(το βιβλίο δεν υπάρχει μεταφρασμένο στα ελληνικά)
Μετάφραση της Ομάδας Διοργάνωσης του Φεστιβάλ Σεξουαλικότητας

O Μικέλ Μισέ (Βαρκελώνη 1986) είναι κοινωνιολόγος και τρανς ακτιβιστής. Έχει συμμετάσχει σε διάφορες συλλογικότητες για τον τρανς αγώνα στη Βαρκελώνη και υπήρξε ενεργό μέλος του Διεθνές Δικτύου για την τρανς αποπαθολογικοποίηση, έχοντας επίσης στηρίξει τη διεθνή καμπάνια Stop Trans Pathologization 2012. Έχει εκδώσει από κοινού με τον Τζεράρ Κολ-Πλάνας το βιβλίο El género desordenado (Editorial Egales, 2010). Ως κοινωνιολόγος, εργάστηκε στην έρευνα Transitant per les fronteres del gènere. Estratègies, trajectòria i aportacions de joves trans, lesbianes i gais (Observaori Català de la Joventut, 2009), σε πρότζεκτ για την αξιολόγηση και το συμμετοχικό σχεδιασμό του Δημοτικό Σχεδίου για τη ΛΟΑΤ κοινότητα ως μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου της Βαρκελώνης, και στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα Against Homophobia European Local Administration Devices. Αυτήν την περίοδο, δραστηριοποιείται στον τομέα της εκπαίδευσης και ασχολείται με την πρόληψη τις έμφυλης βίας, της ομοφοβίας και της τρανσφοβίας.

Σημείωμα:
Με την ευκαιρία αυτού του κειμένου, επιχειρούμε να ανοίξουμε διάλογο για τους τρόπους που η κοινωνία μάς γαλουχεί (τρανς και μη) σε σχέση με το φύλο. Για την ιδέα ότι ένα σώμα μπορεί να είναι λάθος και, άρα, χρήζει –εύλογα και απαραιτήτως– αλλαγής. Για την αντικειμενοποίηση του ατόμου από τους ιατρικούς λόγους και για την επιθετική αποσιώπηση της υποκειμενικής εμπειρίας. Για τον ασφυκτικά περιορισμένο χώρο για αυτοπροσδιορισμό και για τις –σχεδόν αδιανόητες, αν όχι απαγορευμένες– επιλογές που διεκδικούμε: α) να μην προχωρήσουμε στη μετάβαση αν δεν το επιθυμούμε, β) να μην δώσουμε λογαριασμό σε τρίτους για το τι υπάρχει κάτω από τις φούστες ή μέσα στα παντελόνια μας, γ) να μην είμαστε λιγότερο τρανς, αν οι αφηγήσεις μας δε συγκλίνουν με τα κριτήρια των διαγνωστικών εγχειριδίων. Για τους τρόπους να αναπνέουμε μέσα σε κυρίαρχους λόγους και κανονικοποιητικά παραδείγματα.

ΤΡΑΝΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ
του Μικέλ Μισέ

Υπάρχει ελάχιστη βιογραφία[1] σχετικά με το τρανς ζήτημα που να μην είναι ιατρική και που να μιλάει από μια σκοπιά πέραν της ιατρικής. Ακόμη λιγότερη δε, δημοσιευμένη στα ισπανικά.

Όταν τα τρανς άτομα ξεκινάμε τη διαδικασία, περνάμε από ένα πρώτο στάδιο κατά το οποίο θέτουμε στους εαυτούς μας χιλιάδες ερωτήματα: θέλουμε να ξέρουμε τι θα μας συμβεί και θέλουμε να το ξέρουμε τώρα. Για μερικούς και μερικές είναι μία διαδικασία πολύ οδυνηρή. Αυτό που συνηθίζεται να συμβαίνει, αν το αποτυπώναμε γελοιογραφικά, είναι πως όταν ανοίγουμε την πόρτα στις απαντήσεις, μάς καταπλακώνει ένα χαρτομάνι με ιατρικό και –κυρίως– ψυχιατρικό περιεχόμενο. Καθώς είναι το μοναδικό στοιχείο που συναντάμε και καθώς έχουμε μεγάλη ανάγκη από εξηγήσεις, καταπίνουμε όλον τον παθολογικοποιητικό λόγο μεμιάς, εκατοντάδες αναφορές σε ιατρικές και βιολογικές μελέτες οι οποίες μας εξηγούν τι μας συμβαίνει και –το πιο σημαντικό– τι πρέπει να κάνουμε. Είναι αλήθεια ότι, σε μια στιγμή απελπισίας, όλες αυτές οι εξηγήσεις μπορούν να πάρουν ένα μεγάλο βάρος από πάνω σου (ή να σε κάνουν να απελπιστείς ακόμη περισσότερο). Αυτό που μας συμβαίνει έχει γιατρειά και υπάρχουν ειδικοί έτοιμοι να μας βοηθήσουν. Αυτό που υποτίθεται ότι πρέπει να κάνουμε, είναι αυτό το οποίο έχει ονομαστεί «τριαδική θεραπεία». Η εν λόγω θεραπεία περιλαμβάνει την επίσκεψη στον ψυχίατρο, την απόκτηση της διαγνωστικής ταμπέλας της διαταραχής ταυτότητας φύλου, τη λήψη ορμονών, την εγχείρηση και κατόπιν το πάτημα του κουμπιού RESET στο μυαλό του ατόμου, ώστε να βγάλει από τη μνήμη όλη αυτήν την περιπέτεια και να μεταμορφωθεί σε έναν κανονικό άντρα ή σε μία κανονική γυναίκα.

Όπως έλεγα πριν, το επιχείρημά μου είναι ότι τα τρανς άτομα κατασκευάζονται σε σχέση με αυτό που γνωρίζουν, ακριβώς όπως ο υπόλοιπος κόσμος. Με αυτή τη λογική, λειτουργούμε χρησιμοποιώντας ορισμένες ιδέες για τα σώματα, σχετικά με αυτό που υποτίθεται ότι πρέπει να είναι ένα τρανσέξουαλ άτομο. Για να λάβει κανείς τη διάγνωση της διαταραχής ταυτότητας φύλου, πρέπει να παρουσιάσει μία ιστορία προσωπικού βίου πολύ συγκεκριμένη και να έχει ένα χαρακτηριστικό τρόπο ζωής. Προκειμένου να ανακαλύψουν κατά πόσο το τελευταίο ισχύει, οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι υποβάλλουν τον ‘ασθενή’ σε αυτό που καθιερώθηκε ως «εμπειρία πραγματικής ζωής». Αυτό, πολύ απλά, σημαίνει ότι οι ειδικοί παρατηρούν την πραγματική μας ζωή και σημειώνουν αν ζούμε ή όχι στο κοινωνικό φύλο με το οποίο λέμε ότι ταυτιζόμαστε και, αν ζούμε, αν το κάνουμε με τον κατάλληλο τρόπο. Κατά έναν περίεργο λόγο, με τα χρόνια, η ζωή πολλών ανθρώπων που προσδιορίζονται ως τρανσέξουαλ ταιριάζει ύποπτα στα κριτήρια της διάγνωσης του τρανσεξουαλισμού.

Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι αυτό συμβαίνει επειδή τα κριτήρια έχουν συλλάβει πολύ καλά την πραγματικότητα των τρανς ατόμων, βοηθώντας όντως στην αναγνώριση του κλινικού προφίλ ενός ατόμου με διαταραχή ταυτότητας φύλου. Ωστόσο, αυτό που θα μπορούσε επίσης να συμβαίνει είναι ότι, καθώς ο κόσμος γνωρίζει ότι υπάρχει μια σειρά από κριτήρια που πρέπει να πληροί, όταν πάει στον ψυχίατρο εξιστορεί την ιστορία ζωής που ο ψυχίατρος περιμένει να ακούσει ώστε να παραχωρήσει τη βεβαίωση που θα επιτρέψει στο άτομο να προχωρήσει στην ορμονική θεραπεία. Δε μοιάζει και τόσο παράλογο. Πράγματι, πολλές μελέτες σημειώνουν ότι, συχνά, τα τρανς άτομα τείνουν να στρεβλώνουν την ιστορία της ζωής τους και να υιοθετούν την αφήγηση που οι γιατροί θέλουν να ακούσουν (Coll-Planas, 2010; Billings & Urban, 2008; Garaizabal, 2006). Αν, λοιπόν, για να πάρουμε τη διάγνωση, πρέπει να ισχυριστούμε ότι από πολύ μικρή ηλικία φορούσαμε ρούχα του αντίθετου φύλου ή ότι καθόμασταν στη λεκάνη της τουαλέτας για να κατουρήσουμε ή οποιαδήποτε άλλη ανάλογη ιστορία, θα το ισχυριστούμε. Στην πραγματικότητα, το διαδίκτυο είναι γεμάτο κοινότητες τρανς ατόμων, στις οποίες ο κόσμος εξηγεί και συμβουλεύει για το τι να πούμε και τι όχι στο γιατρό προκειμένου να μας δώσει το χαρτί της διάγνωσης. Σε μια τέτοια κοινότητα κάποτε διάβασα: «δεν υπάρχει τίποτα πιο αμφίβολο από την ιστορία της παιδικής ηλικίας ενός τρανς ατόμου σε ένα ιατρείο ψυχιάτρου». Κατά κάποιον τρόπο, το παραπάνω δεν απέχει τόσο από την πραγματικότητα. Αν, για να έχουμε πρόσβαση στη σωματική μετάβαση πρέπει να περάσουμε από αυτό, θα πούμε ό,τι είναι απαραίτητο για να πετύχουμε το στόχο μας. Ο καθένας το ίδιο θα έκανε.

Όπως καταλαβαίνετε, είναι εξαιρετικά δύσκολο μια θεραπευτική διαδικασία να δουλέψει αν το άτομο είναι εξαναγκασμένο να πάει στον ψυχίατρο και αν ξέρει, επιπλέον, ότι θα πρέπει να πει ανακρίβειες ή να παραποιήσει την πραγματικότητά του για να πάρει τη διάγνωση που θέλει, αφού θα νιώθει ότι αξιολογείται, πολύ περισσότερο από ό,τι έχει κάποιον να τον συνοδεύει.

Παράλληλα, θα μπορούσε επίσης να ισχύει μια ακόμη κατάσταση: επαναλαμβάνοντας χιλιάδες φορές πώς πρέπει ή δεν πρέπει να είναι ένας ή μια τρανς, πολλά τρανς άτομα, κυρίως νεαρά σε ηλικία, έχουν εσωτερικεύσει την ιατρική ορολογία προκειμένου να αυτοπροσδιορίζονται και να εξηγούν τους εαυτούς τους στους άλλους. Έτσι, όταν λέμε ότι η ιστορία της παιδικής ηλικίας είναι αμφίβολη, δε θέλουμε μόνο να πούμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που ψεύδονται συνειδητά (πράγμα που συμβαίνει), αλλά, επίσης, ότι είναι πιθανό να υπάρχουν άνθρωποι που εξιστορούν αυτήν την ιστορία γιατί την πιστεύουν, γιατί έχουν οικοδομήσει την παιδική τους ηλικία και τις αναμνήσεις τους με τρόπο που ταιριάζει με το εγχειρίδιο του γιατρού, μιας και το τελευταίο είναι το μοναδικό που γνωρίζουν. Αυτό δεν πρόκειται για μία συνειδητή κίνηση, αλλά μάλλον για μία κίνηση επιβίωσης.

Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Πριν μερικά χρόνια, στα μέσα ενημέρωσης κυκλοφόρησε η ιστορία ενός επτάχρονου τρανς κοριτσιού. Ο Τύπος, που σε αυτές τις περιπτώσεις είναι αρκετά προβλέψιμος, τη βάφτισε ως την ‘πιο νεαρή σε ηλικία τρανσέξουαλ του κόσμου’ και της πήραν μερικές συνεντεύξεις. Σε μία από αυτές, το κορίτσι ρωτήθηκε για ποιο λόγο ‘πριν ήταν αγόρι και τώρα είναι κορίτσι’ και εκείνη απάντησε: «γιατί έχω το μυαλό ενός κοριτσιού στο σώμα ενός αγοριού». Εγώ, λοιπόν, αναρωτιέμαι: δεν είναι εκπληκτικό που ένα επτάχρονο κορίτσι μπορεί να εξηγήσει μία τόσο αφηρημένη ιδέα –και, πάνω από όλα, μια ιδέα τόσο όμοια με τα ιατρικά εγχειρίδια– με τόση φυσικότητα; Πόσες φορές άκουσε αυτήν την εξήγηση στο περιβάλλον της έως ότου την κάνει δική της; Πώς κατάφερε το ιατρικό μοντέλο να ενσωματωθεί στην ιστορία ενός επτάχρονου κοριτσιού; Εμένα συνεχίζει να μου φαίνεται εντυπωσιακό και, γιατί να το αρνηθώ, ακόμα και ενοχλητικό.

Το ζήτημα που προκύπτει είναι ότι, τελικά, δεν είναι αρκετά ξεκάθαρο τι ήρθε πρώτο, η τρανς εμπειρία ή τα διαγνωστικά κριτήρια, ο ιατρικός λόγος ή ο λόγος του ασθενούς, το αυγό ή η κότα. Αν και, σε τελική ανάλυση, όπως και να έχουν τα πράματα, το σημαντικό είναι ότι η αφήγηση αυτή υπάρχει. «Κάποια είναι πιο αυθεντική, όταν μοιάζει πιο πολύ με αυτό που ονειρεύτηκε για την εαυτή της», Η Λα Αγράδο στο Όλα για τη μητέρα μου (Πέδρο Αλμοδόβαρ, 1999) Για πολύ καιρό, αυτό που εξέπληξε –ακόμη και φόβισε– την κοινή γνώμη για το τρανς ζήτημα, είναι το γεγονός ότι τα τρανς άτομα τροποποιούν μέρη του σώματός τους. Είναι σα να πρόκειται για κάτι πολύ μακρινό από την καθημερινή πραγματικότητά τους, σαν το σώμα να ήταν πάντα ένα στοιχείο αποδεκτό μόνο εκ φύσεως, έτσι όπως ακριβώς είναι.

Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό στη σύγχρονη εποχή, ολοένα και περισσότερα άτομα (τρανς και μη) τροποποιούν το σώμα τους στη διάρκεια της ζωής τους. Τα χειρουργεία, οι ορμονικές θεραπείες καθώς και πολλές άλλες τεχνικές τροποποίησης του σώματος, δεν είναι αποκλειστικά πρακτικές της τρανς κοινότητας. Στην πραγματικότητα, μερικές από αυτές τις πρακτικές έχουν φυσιολογικοποιηθεί πιο πολύ από άλλες. Κατ’ αρχάς, όλα τα χειρουργεία αποκατάστασης έχουν μεγάλη κοινωνική αποδοχή, δηλαδή όλος ο κόσμος κατανοεί ότι μετά από ένα ατύχημα ή μία ασθένεια όπου αναγκαστικά αφαιρέθηκε κάποιο όργανο, είναι λογικό να αποκατασταθούν αυτά τα μέρη του σώματος. Τα piercing ή τα τατουάζ δε μας ενοχλούν πια, ούτε τα stretching, τα scarification [2] ή άλλες αισθητικές αλλαγές του δέρματος. Δεν μας εκπλήσσουν ούτε οι μικροαλλαγές που κάνουν στο σώμα τους μερικές γυναίκες για να γίνουν πιο θηλυκές (προσθετική στήθους) ή μερικοί άντρες για να γίνουν πιο αρρενωποί (εμφυτεύματα μαλλιών), ούτε οι θεραπείες αντιγήρανσης. Τελικώς, μεταξύ όλων αυτών των παρεμβάσεων, είναι και οι μεταβάσεις που κάνουν τα τρανς άτομα, που χαίρουν όλο και μεγαλύτερης κοινωνικής αποδοχής.

Αδιαμφισβήτητα, η σωματική τροποποίηση αποτελεί μέρος της καθημερινής μας ζωής. Χωρίς να πάμε πιο μακριά, η Ισπανία είναι η τέταρτη χώρα στον κόσμο σε αριθμό αισθητικών επεμβάσεων και η πρώτη στην Ευρώπη. Τα δεδομένα αυτά επισημαίνουν ότι βιώνουμε το σώμα όλο και περισσότερο σαν αντικείμενο κατανάλωσης στην κουλτούρα μας, σαν ένα εμπόρευμα και, τελικά, ακόμη και σαν εμμονή. Το ότι η ομορφιά βρίσκεται μέσα μας, είναι ένα θέμα που έχει να κάνει ελάχιστα με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την ομορφιά και με τη σημασία που δίνουμε κοινωνικά στην εξωτερική εμφάνιση. Πράγματι, σε μία κοινωνία όπως η δική μας, είναι αναμενόμενο πολλά άτομα να μη θέλουν να ζουν στο σώμα τους, αφού η διάκριση που βιώνουν είναι σκληρότατη και η κοινωνική πίεση για να έχουν ένα τέλειο σώμα διαρκής.

Το να είσαι τρανς έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει με το να ζεις σε διαφορετικό σώμα από αυτό των υπολοίπων ή, ορθότερα, με το να έχεις ένα σώμα με διακριτά σεξουαλικά χαρακτηριστικά σε σχέση με τους υπόλοιπους (να είσαι άντρας και να έχεις στήθος, να είσαι γυναίκα και να έχεις πέος, κ.λπ.) ̇ πρόκειται για μία διαφοροποίηση με πολύ σαφή αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη ενός ανθρώπου, η οποία δημιουργεί πλήθος διακρίσεων στην καθημερινή ζωή. Σε ένα πλαίσιο σαν αυτό που περιγράψαμε, δε θα έπρεπε να μας φαίνεται περίεργο που τα τρανς άτομα θα ήθελαν να τροποποιήσουν το σώμα τους ώστε να ζήσουν καλύτερα. Με το χρόνο, τα χειρουργεία έπαψαν να είναι μια συνταρακτική πρακτική και πέρασαν στο να είναι η λύση στο πρόβλημα για τα τρανς άτομα. Επιπλέον, τώρα πια σκεφτόμαστε ότι είναι κοινωνική πρόοδος που τα τρανς άτομα μπορούν να κάνουν επέμβαση και να ζήσουν όπως θέλουν να ζήσουν.

Ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα για το πώς οι τρανς άνθρωποι αισθάνονται το σώμα τους, μπορεί να βρεθεί στην ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ «Όλα για τη μητέρα μου», του έτους 1999.

Ανάμεσα στα βασικά πρόσωπα της ταινίας βρίσκεται μία τρανς γυναίκα, η Λα Αγράδο, η οποία σε μία συγκεκριμένη στιγμή μονολογεί για τις σωματικές τροποποιήσεις στις οποίες έχει υποβληθεί. Αν και η ηρωίδα μιλά από την προσωπική της εμπειρία ως τρανς γυναίκα, αυτό που λέει αντικατοπτρίζει αρκετά καλά την αίσθηση του σώματος στην κοινωνία μας, και είναι απολύτως έγκυρο. Ας κρατήσουμε την πρώτη και την τελευταία φράση από αυτόν τον εξαιρετικό μονόλογο. Συστήνεται λέγοντας «με λένε Λα Αγράδο [3] , επειδή όλη μου τη ζωή προσπαθούσα να ευχαριστώ τους υπόλοιπους». Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι αυτό το λέει είτε επειδή είναι τρανς γυναίκα είτε επειδή είναι εργάτρια του σεξ ή και για τους δύο λόγους. Αλλά το ζήτημα είναι ότι, και να ίσχυε κάποιο από αυτά, η ανάγκη της να ευχαριστεί τους υπόλοιπους και οι πιέσεις που την οδήγησαν στο να τροποποιήσει το σώμα της δεν είναι πολύ διαφορετικές από αυτές του υπόλοιπου κόσμου. Δηλαδή, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, όλες ανησυχούμε να ευχαριστήσουμε τους άλλους. Τελικά, η Λα Αγράδο αποχαιρετά λέγοντας, σε σχέση με τη μετάβαση: «Κάποια είναι πιο αυθεντική όταν μοιάζει πιο πολύ με αυτό που ονειρεύτηκε για την εαυτή της». Αυτή η φράση αποκαλύπτει ότι η επιτυχία βρίσκεται στην επίτευξη του σώματος που κάποιος επιθυμεί. Αλλά το σώμα που κάποιος επιθυμεί έχει να κάνει εξ ολοκλήρου με τα σώματα που, κοινωνικά, θεωρούνται επιθυμητά και με τα σώματα που βασίζονται σε αυστηρά πρότυπα ομορφιάς. Το σώμα που κάποιος επιθυμεί έχει επίσης να κάνει με τις αναπαραστάσεις του σώματος στον περιρρέοντα κόσμο και με το τι αυτές σημαίνουν. Το σώμα που κάποιος επιθυμεί δε θα είναι ποτέ χοντρό, άσκημο, παραμορφωμένο ή τρανσέξουαλ. Το ερώτημα θα ήταν: κάποιος είναι πιο αυθεντικός όταν μοιάζει πιο πολύ με το σώμα που ονειρεύτηκε για τον εαυτό του ή είναι πιο αυθεντικός όταν καταφέρει να πάψει να ονειρεύεται να θέλει να έχει άλλο σώμα; Πού κείται η αυθεντικότητα, πού βρίσκεται η επιτυχία; Ποιος βγαίνει νικητής σε κάθε περίπτωση αν κάνουμε αυτές τις διαφορετικές επιλογές; Και, πάνω από όλα, τι πάει να πει πραγματικά να είσαι αυθεντικός;

Πριν από αρκετά χρόνια, μια θεία μου που δεν καταλάβαινε ιδιαίτερα όλα αυτά για την τρανς κατάσταση, μού έδωσε μια μικρή κάρτα που έγραφε: «Η σοφία της ζωής είναι να αποδεχτείς τα όριά της». Θύμωσα πολύ, ένιωσα πως ήταν ένας τρόπος να μου πει ότι το πρόβλημά μου ήταν ότι δε με αποδεχόμουν ως γυναίκα, ότι το να αποδεχτώ τα όρια υπονοεί ότι αδυνατώ να ζήσω όπως ήθελα. Αλλά, πριν λίγους μήνες, ξαναβρήκα αυτήν την κάρτα, χαμένη μέσα σ’ ένα συρτάρι, ξαφνικά σκέφτηκα την Λα Αγράδο και την αυθεντικότητα που διακήρυττε, και κατάλαβα καλύτερα τη φράση που τόσο με είχε πονέσει εκείνη τη στιγμή. Τώρα, στη θεία μου, θα έλεγα ότι η σοφία της ζωής είναι εκτός των άλλων να αποδεχθείς ότι τα όριά της είναι κοινωνικές κατασκευές, αλλά και ότι μάλλον είχε εν μέρει δίκιο: αυτό που μας κάνει αυθεντικούς και αυθεντικές δεν έχει καμιά σχέση με το να ξεπερνάμε τα όρια, αλλά με το να ξέρουμε πού βρίσκονται και σε ποιανού την υπηρεσία είναι.

«Προτιμούν να πεθάνουν σε ένα χειρουργείο από το να ζήσουν σε μια φυλακή», Luz Sánchez-Mellado στην El País Semanal

Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για το τρανς ζήτημα στην κοινωνία μας, αλλά υπάρχει κάτι που όλος ο κόσμος ξέρει: ότι πρόκειται για άτομα που θέλουν να εγχειριστούν για να αλλάξουν φύλο. Είναι σχεδόν το leitmotiv [4] του τρανς ζητήματος. Στο συλλογικό φαντασιακό, που είναι πολύ επηρεασμένο από τις αφηγήσεις της επιστήμης, η τρανς κατάσταση είναι εξολοκλήρου συνδεδεμένη με τη χειρουργική. Αυτή η ιδέα έχει πολύ μεγάλη βαρύτητα για τα τρανς άτομα. Πράγματι, θα μπορούσαμε να διακηρύξουμε ότι είναι ένα στερεότυπο, υπό την έννοια ότι, παρόλο που υπάρχει μια μερίδα του τρανς πληθυσμού που νιώθει απόρριψη ως προς το σώμα της και εγχειρίζεται, υπάρχει και μια μερίδα που, παρότι νιώθει απόρριψη ως προς το σώμα της, αποφασίζει να μην εγχειριστεί ή, ακόμη, υπάρχει μιαν άλλη μερίδα που δε νιώθει καθόλου την απόρριψη αυτήν. Το πώς βιώνουν τα τρανς άτομα το σώμα τους έχει ποικίλες αποχρώσεις.

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να διερωτηθούμε τι έκαναν τα άτομα που σήμερα ονομάζουμε τρανς για τόσους αιώνες πριν υπάρξει η χειρουργική. Πώς επιβίωναν χωρίς καμία θεραπεία; Η ελάχιστη πληροφόρηση που έχουμε, λέει ότι πολλά τρανς άτομα ζούσαν μέχρι το τέλος της ζωής τους στο άλλο κοινωνικό φύλο χωρίς να τροποποιούν το σώμα τους και, σε πολλές περιπτώσεις, χωρίς να ξέρει κανένας από το περιβάλλον τους τίποτα για την τρανς ταυτότητά τους. Ψάξτε για τη ζωή του Μπίλυ Τίπτον, για παράδειγμα, ενός μουσικού της τζαζ που γεννήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα στην Οκλαχόμα, για του οποίου την ταυτότητα δεν ήξερε τίποτα κανείς μέχρι τη μέρα του θανάτου του. Αλλά, δώστε βάση, επιστρέφοντας σε αυτό που λέγαμε για το πώς σχετίζεται το τρανς ζήτημα με τις χειρουργικές επεμβάσεις: ακόμη και στην Βικιπαίδια, στο λήμμα για τον Μπίλυ Τίπτον, τονίζεται ότι ο μουσικός έκρυβε το στήθος του και χρησιμοποιούσε φαλλικά προσθετικά, γιατί ακόμη δεν υπήρχαν τεχνικές για να εγχειριστεί. Δεν πιστεύω πώς κανένας από τη Βικιπαίδια έχει μιλήσει ποτέ με τον κ. Τίπτον, αλλά όποιος κι αν εισήγαγε αυτήν την πληροφορία έβγαλε το συμπέρασμα ότι, αν μπορούσε, ο Τίπτον θα
είχε εγχειριστεί, γιατί ‘όλος ο κόσμος ξέρει ότι τα τρανς άτομα θέλουν να εγχειριστούν, πάση θυσία’.

Όπως έλεγα, η ιδέα των εγχειρήσεων έχει έντονη παρουσία στο συλλογικό φαντασιακό. Όταν κάποιος αποφασίζει να ζήσει στο άλλο φύλο, μία από τις πρώτες ερωτήσεις που κάνει στον εαυτό του και που του κάνουν οι άλλοι –αν όχι η πρώτη– είναι αν θα πρέπει να εγχειριστεί ή, ευθέως, πότε θα εγχειριστεί. Θα μπορούσαμε να πούμε με βεβαιότητα ότι, όταν ξεκινούμε να ζούμε ως τρανς άντρες ή ως τρανς γυναίκες, ξέρουμε πως αργά ή γρήγορα θα έρθει και η σειρά μας να περάσουμε από το χειρουργείο. Είναι τόσο δύσκολο να αποκόψουμε την
τρανς κατάσταση από την εγχείρηση, που πραγματικά μάς κοστίζει πολύ να θεωρήσουμε τους εαυτούς μας τρανς, χωρίς να παίρνουμε ως δεδομένη την ιδέα ότι θα καταλήξουμε στην εγχείρηση. Το ξέρουμε γιατί όλος ο κόσμος το ξέρει, γιατί το έχουμε δει κάποια φορά στην τηλεόραση ή στον τίτλο κάποιας εφημερίδας, ή επειδή είναι αυτό που μας ρώτησαν οι φίλοι ή οι συγγενείς όταν τους εξηγήσαμε πώς αισθανόμαστε.

Όμως, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η συσχέτιση της τρανς κατάστασης και της χειρουργικής εξηγείται κυρίως γιατί είμαστε τα ίδια τα τρανς άτομα αυτοί που έχουμε ζητήσει και υπερασπιστεί αυτές τις επεμβάσεις. Έστω κι έτσι, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο ιατρικός λόγος και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν παίξει πολύ σημαντικό ρόλο σ’ αυτήν τη συσχέτιση. Τα διαγνωστικά κριτήρια ορίζουν το τρανς βίωμα ως νοητική διαταραχή, και παράλληλα τονίζουν ότι η ‘αρρώστια’ δε μπορεί να ‘θεραπευτεί’, και ότι η μοναδική της θεραπεία είναι η εγχείρηση επαναπροσδιορισμού φύλου. Σύμφωνα με την ιατρική, η λύση στο πρόβλημά μας βρίσκεται στο χειρουργικό τραπέζι. Γι αυτόν το λόγο ισχυρίζομαι ότι η αναγκαιότητα να τροποποιήσουμε το σώμα μας ενισχύεται και –σε κάποιες περιπτώσεις– ενθαρρύνεται από τον ιατρικό λόγο. Πράγματι, ο τρανσεξουαλισμός είναι η μόνη ‘νοητική διαταραχή’ που ‘θεραπεύεται’ μέσω χειρουργικών επεμβάσεων.

Με όλα τα παραπάνω δεν εννοώ ότι τα τρανς άτομα χειρουργούμαστε επειδή αυτό είναι που έχουμε μάθει για τον τρανσεξουαλισμό και το αναπαράγουμε τυφλά. Αυτό το οποίο θέτω εδώ, είναι ότι ο λόγος σχετικά με τις επεμβάσεις ως λύση του προβλήματος του τρανσεξουαλισμού έχει μεγάλη βαρύτητα στο συλλογικό φαντασιακό των τρανς ατόμων. Το ότι για να διαγνωσθείς ως τρανς πρέπει να εκφράσεις απόρριψη ως προς τα γεννητικά σου όργανα από την παιδική ηλικία, όπως επίσης και η ιδέα ότι η τρανς κατάσταση δε θεραπεύεται αλλά μπορεί να αντιμετωπιστεί με χειρουργική επέμβαση, ενδέχεται να ενθαρρύνει αυτό το αίτημα.

Είναι δεδομένο ότι δεν υπάρχει μόνο ένας παράγοντας που εξηγεί για ποιο λόγο κάποιος να τροποποιήσει το σώμα του. Η περίπτωση του Ιράν είναι ένα καλό παράδειγμα για να κατανοήσουμε ότι η έννοια του επαναπροσδιορισμού φύλου δεν έχει την ίδια σημασία για όλους ούτε είναι η ίδια σε διαφορετικά πλαίσια. Παρά το γεγονός ότι, στο Ιράν, η ομοφυλοφιλία εξακολουθεί να θεωρείται παράνομη, το 1963 ο αγιατολάχ Χομεϊνί νομιμοποίησε την εγχείριση επαναπροσδιορισμού φύλου. Σε αυτό το πλαίσιο, μερικοί ομοφυλόφιλοι άντρες άρχισαν να υποβάλλονται σε χειρουργικές μεταβάσεις φύλου, ώστε να μπορούν να ζήσουν τις σχέσεις τους με μεγαλύτερη ελευθερία. Την ίδια θεματολογία πραγματεύεται ένα αξιόλογο ντοκιμαντέρ, στο οποίο αντανακλάται η κατάσταση σε αυτήν την κοινότητα ανθρώπων: το Be like others (Transsexuals in Iran) (2008). Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι ο παράγοντας που παρακινεί τα εν λόγω άτομα να προχωρήσουν στη μετάβαση, είναι η δυνατότητα που τους δίνεται να εξελιχθούν όπως τα υπόλοιπα ετερόφυλα ζευγάρια, χωρίς να χρειαστεί να απαρνηθούν τα τρυφερά τους αισθήματα. Πρόκειται για μια πράξη επιβίωσης μάλλον, παρά απόρριψης του σώματός τους.

Όποια κι αν είναι τα αίτια, το σώμα αποτελεί κεντρικό ζήτημα στην πορεία ζωής πολλών τρανς ατόμων. Στην πραγματικότητα, είναι ακριβώς η επιθυμία να τροποποιήσει κανείς το σώμα του, αυτό που καθιστά το τρανς βίωμα τόσο περίπλοκο και τόσο διαφορετικό από άλλα βιώματα. Όντως, ενώ οι τρανς ταυτότητες δεν είναι καθόλου κάποιο είδος νοητικής διαταραχής, είναι αλήθεια πως ένα μεγάλο μέρος του τρανς πληθυσμού ζητάει μια κάποια ιατρική επίβλεψη και διεκδικεί κρατική χρηματοδότηση ώστε να έχει πρόσβαση σε ορμονικές θεραπείες και χειρουργεία.

Η επιθυμία των τρανς ατόμων για σωματική μετάβαση είναι, αναμφίβολα, ένα δικαίωμα που πρέπει να διεκδικήσουμε. Ομολογουμένως είναι εξαιρετικά σκληρό να ζεις σε ένα σώμα διαφορετικό από το σώμα των γύρω σου, οπότε πρέπει να βεβαιωθούμε πως αυτό μπορεί να αλλάξει με τις καλύτερες δυνατές θεραπείες. Παρ’ όλα αυτά, είναι σημαντικό να αναλογιστούμε κατά πόσο η μετάβαση είναι αναγκαιότητα. Δεν έχει να κάνει με το να μιλάμε για το πώς μας φαίνεται που τα τρανς άτομα, σε ατομικό επίπεδο, παίρνουν ορμόνες ή εγχειρίζονται, αφού σε καμία περίπτωση δε μπορεί να αμφισβητηθεί το δικαίωμά τους να το κάνουν. Έχει να κάνει, όμως, με το να καταλάβουμε σε ποιο πλαίσιο τα τρανς άτομα αισθάνθηκαν την αναγκαιότητα να αλλάξουν το σώμα τους.

«Όταν εγχειρίστηκε, ξαναγεννήθηκε», «Είμαι ένας άντρας παγιδευμένος στο σώμα μιας γυναίκας», «Αυτό δεν είναι το σώμα μου», «Η χειρουργική θα μου φτιάξει το πραγματικό μου σώμα»: το τρανς σώμα τοποθετείται διαρκώς σε συνάρτηση με την ιδέα ότι είναι λάθος. Λες και όντως παρουσιάστηκε κάποιο πρόβλημα σε κάποια φάση και από λάθος γεννηθήκαμε σε ένα σώμα που δεν είναι το δικό μας – αλλά το οποίο, ευτυχώς, μπορούμε να ανακτήσουμε.

Θεωρώ πως αυτός ο αλληγορικός συμβολισμός για το λάθος σώμα, μάς έχει κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Στην ουσία, αφού δε νιώθουμε ότι το σώμα που έχουμε είναι στ’ αλήθεια δικό μας, αποφασίζουμε συχνά να το κακομεταχειριστούμε, να το ακρωτηριάσουμε, να το εγκαταλείψουμε. Και έτσι πληγώνουμε την ίδια μας την εαυτή. Το σώμα μας, η σάρκα μας, τα μάτια μας, το στόμα μας, τα πλευρά μας, τα γεννητικά μας όργανα… όλα αυτά αποτελούν το ποιες είμαστε. Το να νομίζουμε ότι αυτό το σώμα δεν είναι το δικό μας και ότι έχουμε ανάγκη να το αλλάξουμε εμπεριέχει κινδύνους.

Δεν μπορώ να μπορώ να μιλήσω εν ονόματι άλλων, αλλά μπορώ να μιλήσω για τη δική μου εμπειρία. Εγώ, λοιπόν, έφτασα στο σημείο να πιστεύω ότι το σώμα μου ήταν λάθος της φύσης, έχω νιώσει ότι ούτε αυτά τα όργανα, ούτε το αυτό το δέρμα θα μπορούσαν να μου ανήκουν, και συνεχίζω πράγματι να πιστεύω πως η ζωή μου θα ήταν ευκολότερη αν έκανα τη μετάβαση. Ταυτόχρονα, ωστόσο, δεν έχω πάψει να πιστεύω ότι το σώμα μου δεν είναι ούτε καλύτερο ούτε χειρότερο από οποιοδήποτε άλλο – επίσης με σάρκα και οστά – σώμα, και ότι το λάθος δε γίνεται να βρίσκεται στο σώμα μου. Σε όλες τις περιπτώσεις, το λάθος βρίσκεται στη ματιά ̇ στη ματιά των άλλων. Αυτή η συνειδητοποίηση μου προκαλεί ενοχές, αφού, παρότι η λογική μου φωνάζει ότι το σώμα μου είναι υγιές, αδυνατώ να καταπολεμήσω το μίσος που αισθάνομαι γι αυτό. Θα μου άρεσε εάν, σε κάποια συνεδρία ψυχοθεραπείας, σε κάποια ομαδική συνεδρία, σε κάποια συνεδρία με συγγενείς ή σε κάποια θεραπεία ζεύγους, μου είχαν μάθει να κοιτάζω το σώμα μου, εάν μου είχαν δώσει τα εργαλεία για να το αγαπώ και, πρωτίστως, εάν δεν είχαν ρίξει στο σώμα όλη την ευθύνη για τη δυστυχία μου και δεν είχαν αναδείξει το σώμα ως την κινητήρια δύναμη του μίσους μου. Το πρόβλημα, στην πραγματικότητα, δε βρίσκεται στο γεγονός ότι κάνουμε τη μετάβαση, αλλά στο ποια είναι η ρίζα του μίσους προς το σώμα μας που μας οδήγησε στο χειρουργείο και ποια είναι η απάντηση που έχει δώσει η ιατρική σε αυτήν τη δυστυχία.

Θα ήθελα να διηγηθώ ένα περιστατικό σε σχέση με αυτό το ζήτημα. Στις 24 Ιανουαρίου 2010, η εφημερίδα El País Semanal, δημοσίευσε ένα πολύ σημαντικό ρεπορτάζ για τρανς εφήβους υπό τον τίτλο «Θέλω το φύλο μου». Το ρεπορτάζ εξέφραζε την άποψη, εκτός από τις ιστορίες αυτών των εφήβων, ότι οι νέες γενιές βιώνουν την ταυτότητά τους με υπερηφάνεια και ευτυχία. Όπως φαντάζεστε, καταβρόχθισα το άρθρο με περισσή όρεξη να μάθω την οπτική της συγγραφέως, Λουθ Σάτζεθ-Μελιάδο. Οι νέοι εξηγούσαν το βίωμά τους, τις αντιδράσεις του περιβάλλοντός τους, τον τρόπο που αντιμετώπιζαν την κατάσταση. Όλα αυτά ήταν όντως θετικά, αλλά υπήρχε κάτι στην ιστορία τους που δεν είχε αλλάξει καθόλου σε σχέση με τα εκατοντάδες ρεπορτάζ που είχα διαβάσει στο παρελθόν: το μίσος προς το σώμα. Εξακολουθούσε να είναι το ίδιο υπαρκτό. Ένας από τους υπότιτλους του άρθρου ήταν ο εξής: «Είναι πλάσματα σε εξέλιξη που ζούνε με τρόμο την ανάπτυξη των σεξουαλικών τους χαρακτηριστικών και αγωνιούν να απελευθερωθούν από αυτά». Πιο κάτω: «Προτιμούν να πεθάνουν σε ένα χειρουργείο παρά να ζήσουν σε μια φυλακή». Και σχετικά με τη σεξουαλικότητα ενός από αυτά τα παιδιά, το άρθρο εξηγούσε: «Έχει τέτοια αποστροφή για τα γυναικεία γεννητικά του όργανα, που μόνο η λέξη ‘κυτταρολογία’ του προκαλεί τάση για εμετό. Δε θέλει να ακούει να μιλούν γι αυτά. Πολύ λιγότερο να τα αγγίζει. Ο Λούκας, γεννημένος Λαούρα, λέει πως δεν είχε ποτέ στη ζωή του οργασμό».

Αυτό το άρθρο μπορεί να μας κινητοποιήσει, αν λάβουμε ως δεδομένη την ιδέα ότι τόσο το σώμα, όσο και η σεξουαλικότητα αυτών των νέων, δεν είναι υπαρκτά εώς ότου εγχειριστούν. Αν ισχύει, οι νέοι αυτοί είναι όντως ήρωες στη μάχη μέχρι το χειρουργείο. Πάραυτα, εγώ συνέχιζα να αναρωτιέμαι σχετικά με το γιατί αυτό του μίσους και, πάνω απ’ όλα, γιατί, το να μισούμε το σώμα μας, μάς κάνει περισσότερο τρανς στην ψυχιατρική κλίμακα. Αποφάσισα να γράψω ένα γράμμα στην εφημερίδα που εν τέλει δε δημοσιεύτηκε, το οποίο όμως θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας. (…)


[1] Σ.τ.Μ.: Με τον όρο ‘βιογραφία’ εννοούνται οι καταγεγραμμένες (έντυπες ή μη) αφηγήσεις τρανς ατόμων.

[2] Σ.τ.Μ.: Τροποποίηση εναλλακτική του τατουάζ, που αναφέρεται στη χάραξη του δέρματος με κοφτερό αντικείμενο.

[3] Σ.τ.Μ.: ‘Η Ευχαρίστηση’ ή, εναλλακτικά, ‘Αυτή η οποία θέλει να προσφέρει ευχαρίστηση στους άλλους’.

[4] Σ.τ.Μ.: Το διαρκές μοτίβο, η επαναλαμβανόμενη ιδέα για το τι είναι η τρανς κατάσταση.


Βιβλιογραφία

BILLINGS, Dwight y URBAN, Thomas (1998): «La construcción socio-médica de la transexualidad: interpretación y crítica», en José Antonio Nieto (comp.), Transexualidad, Transgenerismo y Cultura. Antropología, identidad y género, Talasa, Madrid. Στα αγγλικά: The socio-medical construction of transsexualism: an interpretation and critique, Oxford University Press, Social Problems, Vol. 29, No. 3 (Feb., 1982), pp. 266-282.

COLL-PLANAS, Gerard (2010): La voluntad y el deseo. La construcción social del género y de la sexualidad. El caso de lesbianas, gays y trans, Egales, Barcelona/Madrid.

GARAIZABAL, Cristina (2006): «Evaluación y consideraciones psicológicas», en Esther Gómez e Isabel Esteva de Antonio (eds.), Ser transexual. Dirigido al paciente, a su familia y al entorno sanitario, judicial y social, Glosa, Barcelona.